-
1 συνάρχων
σύναρχοςpartner in office: masc /fem /neut gen plσυνάρχωrule jointly with: pres part act masc nom sg -
2 ξυναρχω
совместно управлятьσ. τινί Her. — быть облеченным властью вместе с кем-л.;
-
3 συναρχω
совместно управлятьσ. τινί Her. — быть облеченным властью вместе с кем-л.;
-
4 συνάρχω
2 to be a colleague or partner in office, c. dat., Th.7.31: ὁ συνάρχων colleague in office, Id.6.25, 8.27, Lys.12.52, Pl.R. 463b, freq. in Inscrr., IG12.304.6, al.;στεφανοῦσθαι ὑπὸ τῶν συναρχόντων Hyp.Lyc.16
;τῶν τούτου συναρχόντων Lys.12.79
.II [voice] Med. συνάρχομαι, begin in like manner, A.D.Synt.168.12: c. dat., Id.Pron.56.29.2 begin at the same time as, c. dat., Phlp. in de An.588.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάρχω
См. также в других словарях:
συνάρχων — σύναρχος partner in office masc/fem/neut gen pl συνάρχω rule jointly with pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατάρχω — Α 1. κυβερνώ από κοινού, συγκυβερνώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συγκατάρχων (για τον Πατέρα και τον Υιό) συνάρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατάρχω «εξουσιάζω, κυβερνώ»] … Dictionary of Greek
συναρτύω — και συναρτύνω Α 1. παρέχω τα απαραίτητα για τον εξοπλισμό κάποιου, εξοπλίζω («ἀσπίσι νῆα συναρτύσαντες», Απολλ. Ρόδ.) 2. (σχετικά με εδέσματα) καρυκεύω με τον ίδιο τρόπο ή καρυκεύω επιπροσθέτως 3. (κατά τον Ησύχ.) συναρμόζω 4. (στο Άργος και στην … Dictionary of Greek
ԻՇԽԱՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0865 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 12c ա. σύναρχος, συνάρχων, συνηγεμονικός principatus socius, in magistratu collega հոմիշխան. կցորդ կամ ընկեր իշխանի. հաղորդ իշխանութեան ուրուք. *Միտքսիշխանական հոգւոյ եւ մարմնոյ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)